- αβούρκωτος
- -η, -ο1. (για νερό) αθόλωτος, καθαρός2. (για μάτια) αδάκρυτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βουρκώνω < βούρκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβούρκωτος — η, ο 1. χωρίς βούρκο: Ύστερα από τα έργα που έγιναν, ο τόπος ήταν αβούρκωτος. 2. αυτός που δεν είναι θολωμένος από δάκρυα: Στεκόταν θλιμμένος, αλλά με μάτια αβούρκωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)